- αδιόρθωτος
- -η, -ο (Α ἀδιόρθωτος, -ον) [διορθώνω, διορθῶ]1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί2. ατακτοποίητος, άτακτος3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατοςνεοελλ.1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος βελτιώσεως2. (για πράγματα) ανεπισκεύαστος, μη επιδεκτικός επισκευής.
Dictionary of Greek. 2013.